уторак, 25. децембар 2018.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ -ΑΝ ΚΟΙΤΑΖΕΙΣ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ (AKO PREDUGO GLEDAS U PONOR ,ENES HALILOVIC)


Κεφάλαιο 0,1
Μιλάει ο καθηγητης Σκολύτης.
Χαρτάκια. Αντικείμενα. Κλήση. 
Το κείμενο  πληκτρολογεί η Νέυρα Βούλγαρη.

Αν και ήταν σκεπτικός και συνεπαρμένος, δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι φαινόταν χαμένος. Του έπεφταν τα χαρτάκια από τις τσέπες  και το άγριο μούσι του είχε φτάσει μέχρι τη ζώνη. Το μαλλί του πετούσε  προς όλες τις κατευθύνσεις. Tο κουστούμι του ήταν σκορπισμένο στο σώμα του, ο μπερές ασταθής στον αέρα. Κουβαλούσε  υπερβολικά  πολλά  βιβλία και εφημερίδες, και  στις τσέπες πολλά σημαντικά πράγματα  όπως το φακό, το κουτάλι  ή ένα καρφί, ενα καθρεφτακι …όμως πάντα όταν ήθελε να γράψει κάτι δεν έβρισκε  το μολύβι. Όταν πρωτογνωρίστηκαν, η Νέηρα, Βούλγαρα, η σερβιτόρα στο μπαρ του είχε ζητήσει  τον αριθμό τηλέφωνου του. 
«Πάρε όποιο αριθμό θέλεις, απαντώ σε όλα τα τηλέφωνα» της είχε πει ο καθηγητής Σκολύτης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Μιλάει η Νέηρα Βούλγαρη.
Μάγια.  Πόλεμος. Στρατός. Νόθο.
Πληκτρολογεί ο καθηγητής Σκολύτης.
                                      Καμιά δεν είναι σαν εκείνη,
                                                  Γαμπρέ.
                                                 Η Σαπφώ.

   Η μητέρα μου είχε διαλυμένους  αστραγάλους. Βάδιζε  στραβά μέσα στη ζωή.  Ήταν φταίξιμο της μητέρας της, δηλαδή της  γιαγιάς  μου,  η όποια ήξερε τη μαύρη μαγεία. Ήταν παντρεμένη - έλεγε ο κόσμος- αλλά είχε κάνει κακό στη νύφη την οποία εφερέ στο σπίτι ο αδελφός του άντρα της. Η γιαγιά μού είχε  βάλει  μάγια κάτω από το κατώφλι της πόρτας.  Εκείνη η όμορφη γυναίκα που την έλεγαν  Σάιμα έχασε το μυαλό της τη στιγμή που πέρασε από την πόρτα.
Όλοι στην οικογένεια είχαν υποψιαστεί τη γιαγιά μου, επειδή εκείνη η γυναίκα, η Σάιμα ήταν πιο όμορφη απο εκείνη. Ανέκριναν τη γιαγιά μου και ταυτόχρονα γιάτρευαν τη νύφη. Είχαν πάει την όμορφη Σάιμα σε πολλούς γιατρούς, σε χοτζάδες, παππάδες, σε γνωστούς και άγνωστους μάγους,  αλλά τα μάγια που είχε φτιάξει η γιαγιά μου ήταν βαριά. Ηταν αδύνατον να τα λύσουν.
  Αντιμετώπισαν τη γιαγιά, που τότε ήταν έγκυος με τη μαμά μου. Είχε μεγάλη κοιλιά.
«Έκανες μάγια στην κακόμοιρη  τη Σάιμα; » τη ρωτούσαν.
«Δεν έκανα! »
«Αν δεν έκανες  ορκίσου! »
«Δεν είχα κάνει μάγια. Αν είχα κάνει μάγια, να γεννήσω παιδί διαλυμένο! » είπε η γιαγιά μου.
 Έτσι ορκίστηκε. Πάνω στο ψέμα.
Η γιαγιά γέννησε. Γεννήθηκε και  η αλήθεια.
Η γιαγιά γέννησε τη μητέρα μου, αλλά η μητέρα  δεν μπορούσε να περπατήσει  ούτε όταν ήταν τριών χρονών. Είχε γεννηθεί με διαλυμένους αστραγάλους, λες και  ήταν ξεριζωμένοι. Γιάτρευαν τη Σάιμα, την όμορφη νύφη που είχε χάσει το μυαλό της, όπως μπορούσαν και όπως είχαν ακούσει ότι πρέπει,  αλλά μάταια. Και τη  μητέρα μου, επίσης μάταια. Η μητέρα δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της, και ενώ μιλούσε σαν μια ηλικιωμένη γυναίκα, δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Μέρα πάρα μέρα και η αλήθεια περπάτησε.
  Έγινε πλέον γνωστό το κακό της γιαγιάς μου - μίσησε την πιο όμορφη από εκείνη και έβαλε κάτι ακάθαρτα αντικείμενα κάτω από το κατώφλι,  μαζί με μαύρα λόγια, όλα για τη νύφη τη Σάιμα, η οποία μέσα στη τρέλα πήδηξε στο πηγάδι και πέθανε. 
  Το πηγάδι  έμεινε ματωμένο, και έτσι η οικογένεια είχε μείνει χωρίς νερό. Κανένας πια δεν ήθελε να πιει από το πηγάδι που είχε γεμίσει με την κατάρα. Ο παππούς μου τότε έδιωξε τη γιαγιά από το σπίτι, και εκείνη βγαίνοντας  και περνώντας το κατώφλι παραδέχτηκε τη μεγάλη της αμαρτία.
« Αποδείχτηκε πως είχες κάνει μάγια  στη νύφη μου. Είσαι μια ζηλιάρα. Ήταν πιο όμορφη από σένα. Επίσης ορκίστηκες με ψέματα και γέννησες αυτό. Πήγαινε και πάρε την κόρη σου και αυτή θα είναι η τιμωρία σου για ότι είχες κάνει« είπε ο παππούς. Την είχε διώξει όταν η μητέρα μου ήταν τεσσάρων χρονών.
  Ύστερα εκείνος πήγε στο Δημαρχείο  και άλλαξε το όνομα της κόρης του, της μητέρας μου.  Είχε ζητήσει να διαγραφεί το παλιό της όνομα και την ονομάσει  Σάιμα, ετσι ώστε η γιαγιά μου να μην μπορέσει να κρύψει τη ντροπή, τη μαύρη μαγεία και τους  ψεύτικους όρκους που έκαναν να γεννηθεί η μητέρα μου ετσι όπως γεννήθηκε.
  Και ο κόσμος τρέφεται με την δυστυχία, με βαριές κατάρες και τις αρρώστιες άλλων. 
   Η γιαγιά είχε αποδεχτεί τη ντροπή της. Ζούσε ντροπιασμένη, και όπως έπρεπε, με το κεφάλι σκυφτό. Για τιμωρία δέχτηκε να λέγεται η κόρη της Σάιμα, σαν  τη Σάιμα εκεινη  που την είχε κάνει να τρελαθεί και να πηδήξει στο πηγάδι. 
  Η μητέρα μου η Σάιμα μισούσε τη μητέρα της που δούλευε στο σταθμό λεωφορείων, μέσα στη δημόσια τουαλέτα. Η μητέρα μου περπάτησε επτά  χρονών και μια ζωή βάδιζε με δυσκολία, ενώ η γιαγιά μου περνούσε τη ζωή της μέσα στη βρώμα των ούρων, ανάμεσα στους τοίχους γραμμένους με βρισιές, περιμένοντας ψιλά και βλέποντας πως οι ταξιδιώτες και χασομέρηδες  του σταθμού τινάζουν τα ουρά τους στα ουρητήρια  και ακούγοντας τους σφιγμένους πισινούς  να ξεφορτώνουν, με ήχους ....
Μεταφραση Sanja Ristic